Τα άγρια χρόνια της προσφυγιάς που ακολούθησαν μετά τη μικρασιατική καταστροφή και τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και της Μικρασίας, οι πρωταγωνιστές της νέας Ελλάδας ήταν τα ξυπόλυτα, νηστικά προσφυγόπουλα στις λασπογειτονιές και τις παραγκοσυνοικίες που στήσανε κοροϊδεύοντας την πείνα τους, είχαν καταφύγιο κι ασπίδα το παιχνίδι, κλωτσώντας κουρελόμπαλες, ονειρεύονταν να φορέσουν κάποτε ποδοσφαιρικά παπούτσια που φόραγαν οι ήρωές τους τις Κυριακές.
Σε ένα τέτοιο παπούτσι που δεν φόρεσαν, ξαναχειρουργώντας τις μνήμες σαν εικαστικός «τσαγκάρης», χώρεσε το πρόσφορο της λάσπης, φτιάχνοντας το μελανόμορφο αγγείο της νιότης τους, μια κιβωτό της προσφυγογειτονιάς τους, άχρονες εικόνες παντός καιρού…
Αυτά τα παιδιά κοινώνησαν στο φως της αθωότητάς τους κι άλλαξαν τους νόμους του λασπωμένου ουρανού τους, φύλαξαν το όνειρο τους απ’ τα λιβάνια του φόβου, με το χάδι της λύρας τους, την ανατολή της γεύσης τους, την θάλασσα των αρωμάτων τους, το άρμα του ήχου τους, τον άνεμο της σκέψης τους, την πανσπερμία της αγάπης τους, αλλάξανε τον τεθλασμένο ορίζοντα της λάσπης στη διαγώνιο της αλήθειας, κόβοντας δρόμο μέσα από τ’ αγκάθια.
Αυτά τα παιδιά που ανασταίνονταν στη σκιά μια νότας απ’ το «Τσάμπασιν», το «Τζιβαέρι», το «Στόπα και στο ξαναλέω», το «Από ξένο τόπο και αλαργινό», πλέξαν κομποσκοίνι της μουσικής μας.
«Το παπούτσι που δεν φόρεσες…» είναι ένα έργο αφιερωμένο σ’ αυτά τα παιδιά που πέρασαν από δυο πατρίδες συμπληγάδες, που τα βογγητά των σφαγμένων και κρεμασμένων συγγενών τους πλέξανε με το φτερούγισμα του αετού, κι αλλάξανε το τραγούδι που το δάκρυ το ζυμώσανε στ’ αργαλειά τους και δοξάσανε τις θρησκευτικές γεωμετρίες τους.
Αυτό το έργο είναι ενός λεπτού σιγή γι’ αυτά τα παιδιά που δεν μπόρεσαν να βάλουν τα δερμάτινα ποδοσφαιρικά παπούτσια, αλλά λίγα χρόνια μετά βάλανε τα άρβυλα στα βουνά της Αλβανίας για να ‘ναι η Ελλάδα εδώ…
Τώρα που η λήθη επαναπατρίζεται στην συγχορδία της λησμονιάς, τώρα που το χαλκέντερο όνειρό τους δεν σχόλασε, μα άπλωσε, γέννησε, δίδαξε και έκανε την ελπίδα το σύνορο της ζωής, ας δούμε αυτό το έργο σαν ένα δάφνινο στεφάνι σ’ αυτούς τους άγνωστους ήρωες που βάλαν την Ελλάδα στην αέναη σκυταλοδρομία του φωτός…
* Το έργο φιλοτέχνησε ο Παναγιώτης Τανιμανίδης και κοσμεί την αίθουσα των VVIP του γηπέδου μας στη Νέα Φιλαδέλφεια.